- σκελοκοπούμαι
- -έομαι, Αέχω τσακισμένα τα σκέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -κοποῦμαι (< -κοπῶ < -κοπος < κόπτω), πρβλ. στερνο-κοποῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek